προσεγγίζομαι

προσεγγίζομαι
προσεγγίζομαι, προσεγγίστηκα βλ. πίν. 34
——————
Σημειώσεις:
προσεγγίζομαι : κυρίως με τις έννοιες μεπλησιάζει κάποιος (π.χ. είναι απόμακρος άνθρωπος, δεν προσεγγίζεται εύκολα) ή εξετάζομαι με ορισμένο τρόπο (π.χ. το ζήτημα προσεγγίζεται από πολιτική σκοπιά).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλησιάζω — πλησιάζω, πλησίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: πλησιάζω : απαντάται (σπάνια) ο ενεστώτας της παθητικής φωνής πλησιάζομαι (με την έννοια → προσεγγίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”