- προσεγγίζομαι
- προσεγγίζομαι, προσεγγίστηκα βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:προσεγγίζομαι : κυρίως με τις έννοιες → μεπλησιάζει κάποιος (π.χ. είναι απόμακρος άνθρωπος, δεν προσεγγίζεται εύκολα) ή → εξετάζομαι με ορισμένο τρόπο (π.χ. το ζήτημα προσεγγίζεται από πολιτική σκοπιά).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.